- διατίθημι
- διατίθημι (AM)1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.)2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι»)αρχ.I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.)2. προκαλώ τις κλίσεις, τη διάθεση κάποιου («οὕτω διατιθέναι τινά», Ισοκρ.)3. εκθέτω, διηγούμαι, εκφωνώ, απαγγέλλω4. περιγράφω5. ορίζω, διευθύνω («ἐδεήθησαν αὐτοῡ τὸν ἀγῶνα διαθεῑναι», Πλούτ.)II. (μέσ. -εμαι)1. τακτοποιώ, διαθέτω κατά τη δική μου βούληση2. πουλώ3. συνθέτω, συντάσσω4. λέγω, εκθέτωIII. 1. παθ. αποκτώ μια διάθεση2. δαπανώ, ξοδεύω («τὰ εἰσπραχθέντα διετέθησαν εἰς ἐπειγούσας ἀνάγκας», Πολύβ.)3. (η μτχ. ως ουσ.) ο διαθεμένοςο διαθέτης.
Dictionary of Greek. 2013.